πρυτανικός

πρυτανικός
-ή, -ό / πρυτανικός, -ή, -όν, ΝΑ [πρύτανις]
νεοελλ.
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε πρύτανη («πρυτανικός λόγος» — ο λόγος που εκφωνείται από τον πρύτανη κατά την διάρκεια τής τελετής η οποία γίνεται για την ανάληψη τών καθηκόντων του)
αρχ.
(στην Αθήνα)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρύτανη («ἡ πρυτανικὴ ἐξουσία», επιγρ.)
2. αυτός που διετέλεσε πρύτανης
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρυτανικόν
το πρυτανείο
4. φρ. «πρυτανική γραφή» — δίκη κατά τού πρυτάνεως.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πρυτανικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρύτανη: Πρυτανικός λόγος. – Πρυτανικές αρχές κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρυτανική — πρυτανικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οικονομίδης, Βασίλειος — (Βυτίνα, Γορτυνία 1814 – Αθήνα 1894). Έλληνας νομικός. Αφού ολοκλήρωσε τις νομικές σπουδές του στη Γερμανία, διορίστηκε το 1846 έκτακτος καθηγητής του ρωμαϊκού δικαίου στη νομική σχολή του Πανεπιστήμιου Αθηνών και το 1847 επίτιμος καθηγητής… …   Dictionary of Greek

  • πρυτανικάς — πρυτανικά̱ς , πρυτανικός of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ДАМАЛАС — [греч. Ϫαμαλᾶς] Николай (10.12.1842, Афины 21.01.1892), греч. правосл. богослов. Родители Д. принадлежали к фанариотскому роду Маврокордато и были родом с о ва Хиос. Начальное и среднее образование получил в Афинах. В 1858 1862 гг. учился на… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”