- πρυτανικός
- -ή, -ό / πρυτανικός, -ή, -όν, ΝΑ [πρύτανις]νεοελλ.αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε πρύτανη («πρυτανικός λόγος» — ο λόγος που εκφωνείται από τον πρύτανη κατά την διάρκεια τής τελετής η οποία γίνεται για την ανάληψη τών καθηκόντων του)αρχ.(στην Αθήνα)1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρύτανη («ἡ πρυτανικὴ ἐξουσία», επιγρ.)2. αυτός που διετέλεσε πρύτανης3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρυτανικόντο πρυτανείο4. φρ. «πρυτανική γραφή» — δίκη κατά τού πρυτάνεως.
Dictionary of Greek. 2013.